- πρᾱϋντής
πρᾱϋντής, ὁ, der Besänftigende, Lindernde, E. M. 436, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρᾱϋντής, ὁ, der Besänftigende, Lindernde, E. M. 436, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πραυντής — one who appeases masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραϋντής — ὁ, Α [πραΰνω] αυτός που καταπραΰνει, που κατευνάζει … Dictionary of Greek
πραϋντικός — ή, ό / πραϋντικός, ή, όν, ΝΑ [πραϋντής] 1. αυτός που είναι ικανός να καταπραΰνει, κατευναστικός 2. ιατρ. καταπραϋντικός, ανακουφιστικός. επίρρ... πραϋντικώς / πραϋντικῶς ΝΑ, πραϋντικά Ν κατά τρόπο πραϋντικό … Dictionary of Greek