κορίζομαι

κορίζομαι

κορίζομαι, wie ein Mägdlein thun, liebkosen, schmeicheln, Ar. Nubb. 68, Schol. κολακεύω, u. Eust. – Vgl. das gew. ὑποκορίζομαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κορίζομαι — (ΑM) [κόρη] θωπεύω, χαϊδεύω, περιποιούμαι, καλοπιάνω, κολακεύω («τοῡτον τὸν υἱὸν λαμβάνουσ ἐκορίζετο», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κορίζομαι — fondle pres ind mp 1st sg κορίζω to be infested with bugs pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίζομεν — κορίζομαι fondle pres ind act 1st pl κορίζομαι fondle imperf ind act 1st pl (homeric ionic) κορίζω to be infested with bugs pres ind act 1st pl κορίζω to be infested with bugs imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίζω — κορίζομαι fondle pres subj act 1st sg κορίζομαι fondle pres ind act 1st sg κορίζω to be infested with bugs pres subj act 1st sg κορίζω to be infested with bugs pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίσαι — κορίζομαι fondle aor inf act κορίσαῑ , κορίζομαι fondle aor opt act 3rd sg κορίζω to be infested with bugs aor inf act κορίσαῑ , κορίζω to be infested with bugs aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίζεσθαι — κορίζομαι fondle pres inf mp κορίζω to be infested with bugs pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκορίζετο — κορίζομαι fondle imperf ind mp 3rd sg κορίζω to be infested with bugs imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

  • κόρισμα — κόρισμα, το (Α) [κορίζομαι] αντί υποκόρισμα* …   Dictionary of Greek

  • υποκορίζομαι — ὑποκορίζομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκορίζω Μ (στην μσν. και ενεργ.) χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις ή φράσεις νεοελλ. καλώ κάποιον με τον υποκοριστικό τύπο τού ονόματός του μσν. αρχ. μιλώ σαν μικρό παιδί, μιμούμαι την παιδική ομιλία («βάβιον και… …   Dictionary of Greek

  • ՈՂՋԱԳՈՒՐԵՄ — (եցի.) NBH 2 0512 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 12c ն. ἁγκαλίζομαι, περιπλέκομαι amplexor κορίζομαι blandior. Գրկել ողջոյն. ընդգրկել. գգուել. խանդաղատիլ գրգալով. փարիլ. յարիլ սիրով. գուրգուրալով գիրկը առնել, փաթթուիլ, պլլուիլ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”