- κηρίτης
κηρίτης, ὁ, λίϑος, der Wachsstein, Plin. H. N. 37, 10, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρίτης, ὁ, λίϑος, der Wachsstein, Plin. H. N. 37, 10, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οζοκηρίτης — Ορυκτό, βιτουμινούχο, της ομάδας των ναφθίδιων, που στην εμφάνιση είναι όμοιο με τον κηρό των μελισσών. Μεγάλα συσσωματώματα του ορυκτού αυτού σχηματίζουν το πέτρωμα που είναι γνωστό ως κηρός. Ο ο. ποικίλλει σε χρώμα από ανοιχτό πράσινο και… … Dictionary of Greek