κορίσκιον

κορίσκιον

κορίσκιον, τό, dasselbe, Poll. 2, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κορίσκιον — κορίσκιον, τὸ (Α) κοριτσάκι, κοράσιο, κοπελίτσα («παιδίσκη, κόριον, κόρη, κορίσκιον», Πολύδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κορ ίσκη (υποκορ. τού κόρη) + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”