κοράσιον

κοράσιον

κοράσιον, τό, dim. von κόρη, Mägdlein, Mädel; Plat. ep. 30 (IX, 39); ein familiärer Ausdruck und deshalb von den Atticisten verworfen, vgl. Lob. zu Phryn. 74, der Beispiele aus den Sp. beibringt, wie Hatth. 9, 24; Luc. as. 6; nach Schol. Il. 20, 404 ist es macedonisch. Auch = Püppchen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοράσιον — κοράσιον, τὸ (ΑM) βλ. κοράσι …   Dictionary of Greek

  • κοράσιον — little girl neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορασίοις — κοράσιον little girl neut dat pl κορᾱσίοις , κορέω satiate fut opt act 2nd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορασίου — κοράσιον little girl neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορασίων — κοράσιον little girl neut gen pl κορᾱσίων , κορέω satiate fut part act masc nom sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορασίῳ — κοράσιον little girl neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοράσια — κοράσιον little girl neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιογέννητος — και λιογέννητος, η, ο (Μ ἡλιογέννητος, ον) ο γεννημένος από τον ήλιο, ωραίος σαν τον ήλιο («κοράσιον ἡλιογέννητον», Λίβ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + γεννητός (< γεννώ)] …   Dictionary of Greek

  • κοράσι — και κοράσιο, το (ΑM κοράσιον, Μ και κοράσιν) γυναίκα σε νεαρή ηλικία, κορίτσι, άγαμη κοπέλα («να δεις κοράσια πλια όμορφα παρά την Αρετούσαν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. θεραπαινίδα, ακόλουθος μσν. 1. κόρη, θυγατέρα 2. σύζυγος 3. ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κορασιώδης — κορασιώδης, ῶδες (Α) αυτός που αρμόζει σε κοράσια, κοριτσίστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + κατάλ. ώδης (πρβλ. κυματ ώδης, πνευματ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κορασοπούλα — η (Μ κορασοπούλα) κοριτσάκι, κοπελίτσα μσν. ακόλουθος, θεραπαινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + πούλα, θηλ. τού πουλος (< λατ. pullus), πρβλ. ελληνο πούλα, πριγκιπο πούλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”