γηρο-βοσκός

γηρο-βοσκός

γηρο-βοσκός, im Alter, bes. die Eltern ernährend, Soph. Ai. 570; Eur. Suppl. 948; Xen. Oec. 17, 12; Hy perid. bei Poll. 2, 14; τῇ μητρὶ ἀποδοῦναι γηροβοσκοὺς χάριτας Dion. Hal. 8, 47; ἐλπίδες, Hoffnung, im Alter ernährt zu werden, 8, 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”