γηρο-κομεῖον

γηρο-κομεῖον

γηρο-κομεῖον, τό, = γηροτροφεῖον, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξενοκομείον — ξενοκομεῑον, τὸ (Μ) κτήριο για περίθαλψη ξένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κομεῖον (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. γηρο κομείον] …   Dictionary of Greek

  • χηροκομείον — τὸ, Μ χηροτροφεῑον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα + κομεῖον (< κόμος < κομῶ, έω, «φροντίζω, περιποιούμαι»), πρβλ. γηρο κομεῖον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”