- κηρο-χίτων
κηρο-χίτων, ωνος, mit Wachs bekleidet, λαμπάς Antp. Th. 13 (VI, 249).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρο-χίτων, ωνος, mit Wachs bekleidet, λαμπάς Antp. Th. 13 (VI, 249).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιτροχίτων — μιτροχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει τον χιτώνα ζωσμένο με μίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + χίτων (< χιτών), πρβλ. κηρο χίτων, λινο χίτων] … Dictionary of Greek
κηροχίτων — κηροχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) ο περιβεβλημένος με κηρό, κέρινος («λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων, χαλκο χίτων] … Dictionary of Greek