κηρο-τέχνης

κηρο-τέχνης

κηρο-τέχνης, , Wachskünstler, -bildner, Anacr. 10, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοσμοτέχνης — κοσμοτέχνης, ὁ θηλ. κοσμοτεχνῆτις, ήτιδος (Α) 1. ο δημιουργός τού κόσμου 2. το θηλ. ως επίθ. αυτή που εφευρίσκει τέχνες για ωφέλεια τού κόσμου («σοφία κοσμοτεχνῆτις», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. κηρο τέχνης,… …   Dictionary of Greek

  • μουσοτέχνης — μουσοτέχνης, δωρ. τ. μουσοτέχνας, ὁ (Α) μουσουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. ιατρο τέχνης, κηρο τέχνης] …   Dictionary of Greek

  • υαλοτέχνης — ο / ὑαλοτέχνης, ΝΜΑ, και ὑελοτέχνης Α αυτός που επεξεργάζεται την ύαλο νεοελλ. τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή γυάλινων και, ειδικότερα, κρυστάλλινων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. κηρο τέχνης, χειρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”