- κηρο-τρόφος
κηρο-τρόφος, den Tod nährend, tödtlich, ὄφις Nic. Th. 191.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρο-τρόφος, den Tod nährend, tödtlich, ὄφις Nic. Th. 191.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεπτότροφος — κλεπτότροφος, ὁ (Α) αυτός που με διάφορα τεχνάσματα επιζητεί προσκλήσεις σε δείπνα, δειπνοθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + τροφος (< τρέφω), πρβλ. αυτό τροφος, κηρό τροφος] … Dictionary of Greek