- κορο-πλάθος
κορο-πλάθος, Puppen aus Wachs od. Thon bildend, Isocr. 15, 2 u. Sp., wie Luc. Lexiph. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορο-πλάθος, Puppen aus Wachs od. Thon bildend, Isocr. 15, 2 u. Sp., wie Luc. Lexiph. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογοπλάθος — λογοπλάθος, ὁ (Α) (για τον Αίσωπο) αυτός που πλάθει μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + πλάθος(< πλάσσω), πρβλ. κορο πλάθος, πηλο πλάθος] … Dictionary of Greek
παλάθη — παλάθη, ἡ (Α) 1. αρμαθιά ξηρών καρπών, ιδίως σύκων 2. (γενικά) μάζα από πεπιεσμένους καρπούς, όπως λ.χ. σύκων, ελαιών, σταφίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παλάθη συνδέεται πιθ. με τις λ. παλάμη*, παλαστή* «παλάμη», πελανός* «είδος… … Dictionary of Greek
χυτροπλάθος — και κυθροπλάθος, ὁ, Α τεχνίτης που κατασκευάζει χύτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + πλάθος (< θ. πλαθ τού πλάσσω), πρβλ. κορο πλάθος] … Dictionary of Greek