κορμίον

κορμίον

κορμίον, τό, dim. zum Folgdn, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κορμίον — κορμίον, τὸ (ΑM) βλ. κορμί …   Dictionary of Greek

  • κορμίον — small log neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορμία — κορμίον small log neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορμίου — κορμίον small log neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμί — (Μ δαμίν) επίρρ. λίγο, λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαγμίον, υποκοριστικό τού δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός ζωμίον, κορμός κορμίον, ψωμός ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά] …   Dictionary of Greek

  • επικόρμιον — ἐπικόρμιον, τὸ (Μ) επικόπανο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κορμίον (< κορμός)] …   Dictionary of Greek

  • κορμί — το (ΑM κορμίον, Μ και κορμί και κορμίν) σώμα, κυρίως ανθρώπινο, αλλά και ζώου νεοελλ. ο κορμός τού σώματος ανθρώπου ή και ζώου 2. παράστημα, κορμοστασιά 3. άνθρωπος, άτομο, πρόσωπο, ανθρώπινη υπόσταση (α. «από τα λόγια τα μορφα κορμί μεγάλον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”