- γηραλέος
γηραλέος, dasselbe, Aesch. Pers. 171; Pind. P. 4, 121; πρεσβῦται Cratin. in B. A. 371; Sp. D., z. B. Anacr. 60, 3; σανίς Antiphil. 41 (IX, 242); ῥυτίδες Automed. 3 (V, 129).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γηραλέος, dasselbe, Aesch. Pers. 171; Pind. P. 4, 121; πρεσβῦται Cratin. in B. A. 371; Sp. D., z. B. Anacr. 60, 3; σανίς Antiphil. 41 (IX, 242); ῥυτίδες Automed. 3 (V, 129).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γηράλεος — γηραλέος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέος — και γεραλέος, α, ο (AM γηραλέος, α, ον) γηραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + επίθ. αλέος] … Dictionary of Greek
γηραλέος — α, ο ο γέρος, αυτός που έχει όψη γέρου: Μας άνοιξε την πόρτα ένας γηραλέος υπηρέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γηραλέος — γηραιός aged masc nom sg (epic) γηραιός aged masc nom sg γηραιός aged masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηράλεα — γηραλέος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηράλεοι — γηραλέος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέα — γηραιός aged neut nom/voc/acc pl (epic) γηραιός aged neut nom/voc/acc pl γηραλέᾱ , γηραιός aged fem nom/voc/acc dual (epic) γηραλέᾱ , γηραιός aged fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γηραιός aged neut nom/voc/acc pl γηραλέᾱ , γηραιός aged fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέας — γηραλέᾱς , γηραιός aged fem acc pl (epic) γηραλέᾱς , γηραιός aged fem gen sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱς , γηραιός aged fem acc pl γηραλέᾱς , γηραιός aged fem gen sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱς , γηραλέος fem acc pl γηραλέᾱς , γηραλέος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέω — γηραιός aged masc/neut nom/voc/acc dual (epic) γηραιός aged masc/neut gen sg (doric aeolic) γηραιός aged masc/neut nom/voc/acc dual γηραιός aged masc/neut gen sg (doric aeolic) γηραλέος masc/neut nom/voc/acc dual γηραλέος masc/neut gen sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέων — γηραιός aged fem gen pl (epic) γηραιός aged masc/neut gen pl (epic) γηραιός aged fem gen pl γηραιός aged masc/neut gen pl γηραλέος fem gen pl γηραλέος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Carlos — Carlomagno Origen Germano Género Masculino … Wikipedia Español