κορδάκισμα

κορδάκισμα

κορδάκισμα, τό, = Folgdm, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κορδάκισμα — το (Α κορδάκισμα) [κορδακίζω] νεοελλ. άσεμνη, απρεπής εμφάνιση αρχ. το να χορεύει κάποιος τον κόρδακα …   Dictionary of Greek

  • κορδακισμός — ο (Α κορδακισμός) [κορδακίζω] κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”