- κορακίσκος
κορακίσκος, ὁ, dasselbe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορακίσκος, ὁ, dasselbe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορακίσκος — κορακίσκος, ὁ (Α) υποκορ. τού κόραξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. μοχλ ίσκος, στυλ ίσκος)] … Dictionary of Greek
κορακίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek