- κορακικῶς
κορακικῶς, nach Rabenart, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορακικῶς, nach Rabenart, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορακικώς — κορακικῶς (Μ) επίρρ. σαν τους κόρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κορακικός (< κόραξ)] … Dictionary of Greek
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek