- πρᾱτήριον
πρᾱτήριον, τό, ion. πρητήριον, Ort, wo verkauft wird, Her. 7, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρᾱτήριον, τό, ion. πρητήριον, Ort, wo verkauft wird, Her. 7, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρατήριον — πρᾱτήριον , πρατήριον place for selling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρητήριον — πρατήριον place for selling neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατήριο — το / πρατήριον, ΝΑ, ιων. τ. πρητήριον, Α [πρατήρ] νεοελλ. 1. κατάστημα όπου πωλούνται σε μικρές ποσότητες και λειανικώς προϊόντα ορισμένου είδους και προέλευσης (α. «πρατήριο ψωμιού» β. «πρατήριο βενζίνης») 2. κατάστημα διαθέσεως προϊόντων για… … Dictionary of Greek
ՎԱՃԱՌԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0775 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 12c գ. ἁγορά, πρατήριον forum. Վաճառանոց, եւ վաճառատեղի. հրապարակ վաճառաց, շուկայ, եւ Կրպակ, խանութ. չարշը պազար, պազար եէրի. *Այժմիկ զտաճարսն ամենայն շուրջ վաճառարանաւն պարտ է… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πρατηρίοις — πρᾱτηρίοις , πρατήριον place for selling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατηρίου — πρᾱτηρίου , πρατήριον place for selling neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατηρίων — πρᾱτηρίων , πρατήριον place for selling neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατηρίῳ — πρᾱτηρίῳ , πρατήριον place for selling neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατήρια — πρᾱτήρια , πρατήριον place for selling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)