- κοραξός
κοραξός, rabenschwarz; Strab. XII, 578; Plut.; vgl. Lob. paralipp. 404 not.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοραξός, rabenschwarz; Strab. XII, 578; Plut.; vgl. Lob. paralipp. 404 not.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόραξος — κόραξος, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοραξός με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
κοραξός — κοραξός, ή, όν (Α) [κόραξ] αυτός που έχει το χρώμα τού κόρακα, μαύρος σαν κοράκι … Dictionary of Greek
κοραξός — raven black masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόραξος — raven black masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοραξῶν — κοραξός raven black fem gen pl κοραξός raven black masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοραξοί — κοραξός raven black masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοραξούς — κοραξός raven black masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοραξήν — κοραξός raven black fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόραξοι — κόραξος raven black masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορίαξος — κορίαξος, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεωρείται παρλλ. τ. τού κοραξός. Άλλοι τό συνδέουν με τα κορίαννον, κόριον (ΙΙ)] … Dictionary of Greek
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek