- κορεστικός
κορεστικός, sättigend, κορεστικῶς, überflüssig, reichlich, Schol. Arat. 1049.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορεστικός, sättigend, κορεστικῶς, überflüssig, reichlich, Schol. Arat. 1049.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορεστικός — ή, ό (Α κορεστικός, ή, όν) [κορέννυμι] αυτός που μπορεί να προκαλέσει κορεσμό, χορταστικός. επίρρ... κορεστικώς (Α κορεστικῶς) χορταστικά, άφθονα … Dictionary of Greek
χορταστικός — ή, ό / χορταστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορτάζω] αυτός που επιφέρει χορτασμό, κορεστικός νεοελλ. 1. άφθονος («χορταστικό παγωτό») 2. απολαυστικός («χορταστικό θέαμα»). επίρρ... χορταστικά Ν κατά τρόπο χορταστικό … Dictionary of Greek