κορύθιον

κορύθιον

κορύθιον, τό, dim. von κόρυς, kleiner Helm?


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κορύθιον — κορύθιον, τὸ (Α) μικρή περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, υθ ος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • κόρυς — κόρυς, υθος, ἡ (Α) 1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη,… …   Dictionary of Greek

  • ԿՈՐԴԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 1119 Chronological Sequence: 13c գ. Սաղաւարտ. որպէս յն. κόρυς, κορύθος, κορύθιον galea, cassis, galeola. *Ետու դնել (զնշտն խաչին) ʼի նշանս պատերազմական զինուց, եւ ʼի կորդակս վեղէնդահացն. Թղթ. դաշ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”