κορύμβηλος

κορύμβηλος

κορύμβηλος, dasselbe, στέφος κορυμβήλοιο Nic. bei Ath. XV, 683 (v. 18).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κορύμβηλος — κορύμβηλος, ὁ (Α) [κόρυμβος] κορυμβίας*, κισσός …   Dictionary of Greek

  • κορυμβήλοιο — κορύμβηλος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”