- κηρό-μελι
κηρό-μελι, τό, Wachshonig, Schol. Theocr. 7, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρό-μελι, τό, Wachshonig, Schol. Theocr. 7, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κήρινος — και κέρινος, η, ο και κερένιος, ια, ιο (ΑΜ κήρινος, ίνη, ον) [κηρός] 1. ο κατασκευασμένος από κερί 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, ωχρός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κηρίνη ουσία που εξάγεται από τον κηρό μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. (κατά τον… … Dictionary of Greek