- κορωνίζω
κορωνίζω, = τῇ κορώνῃ ἀγείρω, mit einer Krähe einsammeln, betteln, indem man eine Krähe auf der Hand hält u. Bettellieder, κορωνίσματα singt; vgl. Ath. VIII, 359 e u. s. oben ἀγείρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορωνίζω, = τῇ κορώνῃ ἀγείρω, mit einer Krähe einsammeln, betteln, indem man eine Krähe auf der Hand hält u. Bettellieder, κορωνίσματα singt; vgl. Ath. VIII, 359 e u. s. oben ἀγείρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορωνίζω — (Α) 1. τελειώνω κάτι, αποπερατώνω 2. μαζεύω χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές και κρατώντας στα χέρια κορώνην, κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κορωνίς*, ενώ με τη σημ. 2. < κορώνη*] … Dictionary of Greek
κορωνιστής — κορωνιστής, ὁ (Α) 1. αυτός που περιφερόταν στους δρόμους με το πτηνό κορώνη, τραγουδώντας επαιτικά άσματα 2. στον πληθ. οἱ κορωνισταί τίτλος έργου τού Αγνοκλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορωνίζω «μαζεύω χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές κρατώντας το πτηνό … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
κορώνισμα — κορώνισμα, τὸ (Α) επαιτικό άσμα που τραγουδιόταν από πλανόδιους οι οποίοι περιέφεραν στους δρόμους το πτηνό κορώνη με σκοπό να μαζέψουν χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορωνίζω με τη σημ. 2.] … Dictionary of Greek
κορωνιῶν — κορωνίης arching the neck masc gen pl κορωνίζω bring to completion fut part act masc nom sg (attic epic doric) κορωνιάω arch the neck pres part act masc voc sg κορωνιάω arch the neck pres part act neut nom/voc/acc sg κορωνιάω arch the neck pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)