- κορωνιδεύς
κορωνιδεύς, ὁ, das Junge der Krähe, Cratin. in B. A. 105, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορωνιδεύς, ὁ, das Junge der Krähe, Cratin. in B. A. 105, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορωνιδεύς — κορωνιδεύς, ὁ (Α) μικρή κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + υποκορ. κατάλ. ιδεύς (πρβλ. ερωτ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
κορωνιδεύς — young crow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορωνιδεῖς — κορωνιδεύς young crow masc acc pl κορωνιδεύς young crow masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek