- κηρωτάριον
κηρωτάριον, τό, Wachspflaster, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρωτάριον, τό, Wachspflaster, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρωτάριον — κηρωτάριον, τὸ (Α) έμπλαστρο από κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. βεστι άριον, δελφιν άριον] … Dictionary of Greek
κηρωτάριον — wax plaster neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρωταρίων — κηρωτάριον wax plaster neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρωταρίῳ — κηρωτάριον wax plaster neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)