κορυθ-αίολος

κορυθ-αίολος

κορυθ-αίολος (αἰὁλλω), den Helm, den Helmbusch schnell bewegend, wie das Vortge, mit flatterndem Helmbusch; Hektor, Il. 2, 816 u. öfter; Ἄρης, 20, 38. Komisch sagt Ar. Ran. 817 ἱππολόφων λόγων κορυϑαίολα νείκη, helmumflatterter Kampf. Den Accent bestätigt Arcad. p. 86; einige Alte aber schrieben κορυϑαιόλος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανταίολος — ον, Α αυτός που ακτινοβολεί παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + αἰόλος «γρήγορος, λαμπερός, αστραφτερός» (πρβλ. κορυθ αίολος, παν αίολος)] …   Dictionary of Greek

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”