- κορυνιόεις
κορυνιόεις, εσσα, εν, kolbig; πέτηλα, sprossende Pflanzenleime, Hes. Sc. 289, wo Andere κορονιόωντα lesen, wie von κορυνιάω, = κορυνάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορυνιόεις, εσσα, εν, kolbig; πέτηλα, sprossende Pflanzenleime, Hes. Sc. 289, wo Andere κορονιόωντα lesen, wie von κορυνιάω, = κορυνάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορυνιόεις — κορυνιόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. τού κορωνιόεις] … Dictionary of Greek
κορυνιόεντα — κορυνιόεις knobby neut nom/voc/acc pl κορυνιόεις knobby masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)