- πρώρηθεν
πρώρηθεν, adv., ion. statt πρώραϑεν, Qu. Sm. 14, 378.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρώρηθεν, adv., ion. statt πρώραϑεν, Qu. Sm. 14, 378.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρώρηθεν — Α ιων. τ. επίρρ. βλ. πρώραθεν … Dictionary of Greek
πρῴρηθεν — πρῴραθεν from the ship s head ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώραθεν — πρῴραθεν ΝΑ και ποιητ. τ. πριν από σύμφωνο πρῴραθε και ιων. τ. πρῴρηθεν Α επίρρ. από την πρώρα, από το μέρος τής πλώρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε* (πρβλ. πρύμνη θεν)] … Dictionary of Greek