- κορυφάς
κορυφάς, άδος, ἡ, der Rand des Nabels, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορυφάς, άδος, ἡ, der Rand des Nabels, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορυφάς — κορυφάς, άδος, ἡ (Α) βλ. κορυφάδα … Dictionary of Greek
κορυφάς — edge of the navel fem nom sg κορυφά̱ς , κορυφή head fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφᾶς — Κορυφή head fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφᾶς — κορυφή head fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφάς — Κορυφά̱ς , Κορυφή head fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφά — κορυφάς edge of the navel fem voc sg κορυφά̱ , κορυφή head fem nom/voc/acc dual κορυφά̱ , κορυφή head fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφάδων — κορυφάς edge of the navel fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьрхъ — ВЬРХ|Ъ (201), ОУ с. 1. Верхняя часть чего л.; вершина, верхушка: положь сию просфѹрѹ на ст҃ѣмь блюдѣ. перъстомъ показаѩ верхъ е˫а. КР 1284, 274б; и постави скѹделницю… и пристави мужа возити мьртвьцѩ… и та(к) беспрестани по всѩ дни влагаше. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
PAN — quem pastorum, venatorumque Deum, et universae vitae rusticanae praesidem crediderung antiqui, cuius fil. fuerit, non satis constat. Homer. in Hymnis, Mercurii filium facit: Ε῾ρμείαο φίλον γόνον ἔννεπε Μοῦσα, Αἰτοπόδην, δικέρωτα, φιλόκροτον.… … Hofmann J. Lexicon universale
δενδροκόμης — και δενδρόκομος, ο (Α) πυκνά σκεπασμένος με δένδρα («ὑψηλών ὀρέων κορυφάς ἔπι δενδροκόμους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + κόμη «τα μαλλιά»] … Dictionary of Greek