κορυπτίλος

κορυπτίλος

κορυπτίλος, , der Stößige, der mit den Hörnern stößt, Theocr. 5, 147, v. l. κορύττιλος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κορυπτίλος — και κυρίττολος και κορυπτόλης, ὁ (Α) [κορύπτω] (κατά τον Ησύχ.) «κερατιστής», αυτός που χτυπά με τα κέρατα …   Dictionary of Greek

  • κορυπτίλος — one that butts with the head masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύπτης — κορύπτης, ὁ (Α) κορυπτίλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κορύπτω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”