κορσωτεύς, ὁ, der Scheerer, Bartscheerer, bei Ath. XII, 520 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορσωτεύς — κορσωτεύς, έως, ὁ (Α) κουρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κορσωτήρ* με την κατάλ. εύς, που απαντά κυρίως σε μετονοματικά παρ.] … Dictionary of Greek
κορσωτεύς — barber masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)