- κοπάς
κοπάς, άδος, ἡ, die beschnittene, gestutzte, ἐλαία u. ä., Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπάς, άδος, ἡ, die beschnittene, gestutzte, ἐλαία u. ä., Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπάς — κοπάς, άδος, ἡ (Α) 1. (για δέντρα με θηλ. γραμμ. γένος) κομμένη, κλαδεμένη («ἐῶσι δὲ καὶ τὰς ἐλαίας κοπάδας καὶ τὰς συκᾱς», Θεόφρ.) 2. θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή ή < κόπτω] … Dictionary of Greek
κοπάδας — κοπάς pruned fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπάδες — κοπάς pruned fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
скопец — I скопец I вид ястреба , см. скопа. II скопец II, род. п. пца евнух , укр. скопець валушок , др. русск., ст. слав. скопьць εὑνοῦχος (Супр.), болг. скопец, словен. skȯpǝc валушок , чеш. skорес, слвц. škор баран , польск. skор, skореk, в. луж., н … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek
στηλοκόπας — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού περιηγητή Πολέμωνος ο οποίος περιόδευε και αντέγραφε τις επιγραφές τών δημόσιων μνημείων) αυτός που δίνει την εντύπωση ότι τρώει τις στήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κοπας (< κόπτω) σχηματισμένο κατά το ματτυοκόπης] … Dictionary of Greek
(s)kē̆ p-2, (s)kō̆ p- and (s)kā̆ p-; (s)kē̆ b(h)-, skob(h)- and skā̆ b(h)- — (s)kē̆ p 2, (s)kō̆ p and (s)kā̆ p ; (s)kē̆ b(h) , skob(h) and skā̆ b(h) English meaning: to work with a sharp instrument Deutsche Übersetzung: “with scharfem Werkzeug schneiden, spalten” Material: A. Forms in b: (there are listed… … Proto-Indo-European etymological dictionary