- κοπηρός
κοπηρός, mühsam, Hdn. Epimer. p. 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπηρός, mühsam, Hdn. Epimer. p. 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπηρός — κοπηρός, ά, όν (ΑM) [κόπος] κοπιώδης, κοπιαστικός, οχληρός … Dictionary of Greek
κοπηρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπηρά — κοπηρός neut nom/voc/acc pl κοπηρά̱ , κοπηρός fem nom/voc/acc dual κοπηρά̱ , κοπηρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπηρῶν — κοπηρός fem gen pl κοπηρός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπηρόν — κοπηρός masc acc sg κοπηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπηροί — κοπηρός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπηρῶς — κοπηρός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
κοπηράν — κοπηρά̱ν , κοπηρός fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)