- κοπιάτης
κοπιάτης, ὁ, der Todtengräber, erst Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπιάτης, ὁ, der Todtengräber, erst Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπιάτης — κοπιάτης, ὁ (ΑM) [κοπιώ] αυτός που έχει ως επάγγελμα να σκάβει τάφους, νεκροθάφτης αρχ. εργατικό, φιλόπονο άτομο … Dictionary of Greek
κοπιάτω — κοπιάτης grave digger masc gen sg (attic epic ionic) κοπιά̱τω , κοπιάω to be tired pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)