- πρίωμα
πρίωμα, τό, = πρίσμα, Tabul. Heracl., Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρίωμα, τό, = πρίσμα, Tabul. Heracl., Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρίωμα — ατος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) πρίσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω», μέσω ενός αμάρτυρου ενεστ. *πριῶ, όω (βλ. και λ. πριῶ)] … Dictionary of Greek
πριώμασι — πρίωμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριώ — όω ή ώω, Α (αμάρτυρος τ.) κόβω, διχοτομώ με πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συνηρημένος τ. πριῶ, τού ρ. πρίω αμάρτυρος στον ενεστ., απαντά μόνο στο γ εν. τής υποτ. πριῷ και στον μέλλ. πριωσεῖ. Οι τ. αυτοί μάς οδηγούν σε έναν ενεστ. πριώ, ο οποίος μπορεί να… … Dictionary of Greek