- κηπευτικός
κηπευτικός, den Gärtner betreffend, ἡ κηπευτική, die Gartenbaukunst, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηπευτικός, den Gärtner betreffend, ἡ κηπευτική, die Gartenbaukunst, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηπευτικός — ή, ό (ΑΜ κηπευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε κήπο, αυτός που καλλιεργείται σε κήπο («κηπευτικά προϊόντα») 2. το θηλ. ως ουσ. η κηπευτική η τέχνη τού κηπουρού, η κηπουρική νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηπευτικά… … Dictionary of Greek
κηπευτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην καλλιέργεια του κήπου: Κάνει κηπευτικές δουλειές. 2. το θηλ., κηπευτική ως ουσ. σημαίνει την τέχνη του κηπουρού: Είναι ειδικός στην κηπευτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιβολάρικος — και περβολάρικος, η, ο, Ν [περιβολάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περιβολάρη ή στο περιβόλι 2. (για φυτά) αυτός που προέρχεται από περιβόλι, που καλλιεργείται σε περιβόλι, κηπευτός, κηπευτικός, ποτιστικός … Dictionary of Greek