- κοπετός
κοπετός, ὁ, das mit Schlagen an die Brust verbundene Wehklagen, planctus; Plut. Fab. 17; Nicarch. 30 (XI, 122); κοπετὸν ποιεῖσϑαι ἐπί τινι, um Einen wehklagen, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπετός, ὁ, das mit Schlagen an die Brust verbundene Wehklagen, planctus; Plut. Fab. 17; Nicarch. 30 (XI, 122); κοπετὸν ποιεῖσϑαι ἐπί τινι, um Einen wehklagen, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπετός — noise masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπετός — ο (ΑM κοπετός) γοερός θρήνος που συνοδεύεται συνήθως από δαρμούς τού στήθους («συνεκόμισαν δὲ τὸν Στέφανον ἄνδρες εὐλαβεῑς καὶ ἐποίησαν κοπετὸν μέγαν ἐπ αὐτῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω, κατά το σχήμα ὕει «βρέχει»: ὑετός] … Dictionary of Greek
κοπετός — ο μεγάλος θρήνος που συνοδεύεται με στηθοκοπήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοπετοῖν — κοπετός noise masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπετοῖς — κοπετός noise masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπετοί — κοπετός noise masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπετοῦ — κοπετός noise masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπετούς — κοπετός noise masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπετῶν — κοπετός noise masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπετῷ — κοπετός noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπετόν — κοπετός noise masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)