κοπρίας

κοπρίας

κοπρίας, , schmutziger Possenreißer, Mistfinke; Dio. Cass. 15, 28; καὶ γελωτοποιοί 73, 6; copreae bei Sueton. Tib. 61.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοπρίας — κοπρίας, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που είναι από κοπριά, αυτός που αρέσκεται να ζει σε κοπριά 2. συν. στον πληθ. (για γελωτοποιούς) οἱ κοπρίαι βρομεροί, αισχροί άνθρωποι, κοπρίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. ίας (πρβλ. εγκληματ ίας, χαλαζ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • κοπρίας — κοπρίᾱς , κοπρία dunghill fem acc pl κοπρίᾱς , κοπρία dunghill fem gen sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱς , κοπρίας buffoons masc acc pl κοπρίᾱς , κοπρίας buffoons masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρία — κοπρίᾱ , κοπρία dunghill fem nom/voc/acc dual κοπρίᾱ , κοπρία dunghill fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱ , κοπρίας buffoons masc nom/voc/acc dual κοπρίας buffoons masc voc sg κοπρίᾱ , κοπρίας buffoons masc voc sg (attic) κοπρίᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

  • κοπρίαι — κοπρία dunghill fem nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρία dunghill fem dat sg (attic doric aeolic) κοπρίας buffoons masc nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρίας buffoons masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίαν — κοπρίᾱν , κοπρία dunghill fem acc sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱν , κοπρίας buffoons masc acc sg (attic epic doric aeolic) κοπρίας buffoons masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίᾳ — κοπρίαι , κοπρία dunghill fem nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρία dunghill fem dat sg (attic doric aeolic) κοπρίαι , κοπρίας buffoons masc nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρίας buffoons masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гноище — ГНОИЩ|Е (11), А с. 1.Навозная куча: иовъ на гноищи сѣдѩ нъ б҃а видѣ. (ἐν τῇ κοπρία) Изб 1076, 234; то же ЗЦ к. XIV, 7б; скровена бы(с) [отрубленная голова] въ гноищи нѣкоѥмь. ПрЛ XIII, 53в; на гноищи взрасло есть былие ПрЮр XIV, 235а; б҃а бо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Вечеря Киприана — Cena Cypriani Вечеря Киприана …   Википедия

  • ίπνιος — ἴπνιος, ία, ον (Α) [ιπνός] 1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν*, στον κλίβανο, στον φούρνο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα …   Dictionary of Greek

  • αμφίσβαινα — (amphisbaena).Γένος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των αμφισβαινιδών. Ζουν σε περιοχές της τροπικής Αμερικής μέσα σε σωρούς κοπριάς ή σε υπόγειες φωλιές τερμιτών. Δεν έχουν πόδια και το δέρμα τους είναι μαλακό, καλυμμένο με τετράγωνες φολίδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”