κοπρέας

κοπρέας

κοπρέας, ὁ, = κοπρίας, v. l. bei D. Cass.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κοπρέας — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κήρυκας του Ευρυσθέα, γιος του Πέλοπα και πατέρας του Περιφήτου, ο οποίος ακολούθησε τον Αγαμέμνονα στην Τροία. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση σκότωσε τον Ίφιτο και κατέφυγε στον Ευρυσθέα στις Μυκήνες, όπου εξαγνίστηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”