κοπρεών

κοπρεών

κοπρεών, ῶνος, ὁ, = κοπρών, Tzetz.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοπρεών — κοπρεών, ώνος, ὁ (Μ) κοπρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. εών (πρβλ. ανθ εών, βοσκ εών)] …   Dictionary of Greek

  • κοπρεῶνα — κοπρεών masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρεῶνας — κοπρεών masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρεῶνος — κοπρεών masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”