κοπρικός

κοπρικός

κοπρικός u. κόπρινος, zum Miste gehörig, dreckig.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοπρικός — κοπρικός, ή, όν (Α) [κόπρος (Ι)] γεμάτος κοπριά, ρυπαρός, βρομερός, σκατένιος …   Dictionary of Greek

  • κόπρινος — κόπρινος, ίνη, ον (Α) 1. κοπρικός* 2. (για τα σκουλήκια) αυτός που βρίσκεται στα κόπρανα («κόπρινοι σκώληκες», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. ινος, δηλωτική τής ύλης (πρβλ. ξύλ ινος, πέτρ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”