- κοπρό-φυρτος
κοπρό-φυρτος, mit Mist beschmutzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπρό-φυρτος, mit Mist beschmutzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπρόφυρτος — κοπρόφυρτος, ον (Μ) λερωμένος με κόπρο, σκατωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + φυρτος (< φύρω «ανακατεύω»), πρβλ. αιμό φυρτος, παντό φυρτος] … Dictionary of Greek