- κοππα-φόρος
κοππα-φόρος, ἵππος, = κοππατίας, Luc. adv. indoct. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοππα-φόρος, ἵππος, = κοππατίας, Luc. adv. indoct. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοππαφόρος — κοππαφόρος, ον (Α) κοππατίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόππα + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek