- καμῑνίτης
καμῑνίτης ἄρτος, im Ofen gebacken, Ath. III, 115 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμῑνίτης ἄρτος, im Ofen gebacken, Ath. III, 115 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμινίτης — καμινίτης, ὁ (Α) (για άρτο) ψημένος σε φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ανθρακ ίτης, κλιβαν ίτης)] … Dictionary of Greek
καμινίτης — καμινί̱της , καμινίτης baked in an oven masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek