καμῑνιαῖος

καμῑνιαῖος

καμῑνιαῖος, zum Ofen gehörig, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 552.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καμινιαίος — καμινιαῑος και δ. γρφ. καμιναῑος, αία, ον (AM) αυτός που αναφέρεται στο καμίνι, καμινευτικός, τού καμινιού «καμινιαία αἰθάλη», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. κάμινος + ιαίος, αντί καμιναίος] …   Dictionary of Greek

  • пещный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ὁ τῆς καμίνου, καμινιαῖος) относящийся к печи, печной …   Словарь церковнославянского языка

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”