- καμῑνεύτρια
καμῑνεύτρια, ἡ, fem. zum Vorigen, Schol. Hom., Erkl. von καμινώ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμῑνεύτρια, ἡ, fem. zum Vorigen, Schol. Hom., Erkl. von καμινώ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμινεύτρια — η (Α καμινεύτρια) θηλ. τού καμινευτής* … Dictionary of Greek
καμινευτής — ο θηλ. καμινεύτρια (Α καμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) [καμινεύω] αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης αρχ. επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια τής Ιταλίας … Dictionary of Greek
καμινώ — καμινώ, οῡς, ἡ (Α) [κάμινος] γυναίκα που εργαζόταν σε καμίνι, καμινεύτρια («γρηί καμινοῑ ἴσος» όμοιος με γριά καμινεύτρια, Ομ. Οδ. το χωρίο αυτό από άλλους ερμηνεύεται: όμοιος με γριά που κάθεται διαρκώς δίπλα στη φωτιά, χουχουλόγρια, σταχτοπούτα … Dictionary of Greek
καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] … Dictionary of Greek