- καμῑνόθεν
καμῑνόθεν, aus dem Ofen, Nic. Th. 707.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμῑνόθεν, aus dem Ofen, Nic. Th. 707.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμινόθεν — (Α) από καμίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + επίρρ. κατάλ. θεν*, που δηλώνει την από τόπου κίνηση] … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek