- γαίηθεν
γαίηθεν, vom Lande her, Opp. H. 1, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαίηθεν, vom Lande her, Opp. H. 1, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαίηθεν — επίρρ. (A) [γαία] 1. από τη γη 2. από το εσωτερικό της γης … Dictionary of Greek
γαίηθεν — from the land indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek