κνίδειος

κνίδειος

κνίδειος, = κνίδιος, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κνίδειος — κνίδειος, εία, ον (Α) [κνίδη] αυτός που ανήκει στην κνίδη, στην τσουκνίδα …   Dictionary of Greek

  • κνίδη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 690 μ., 443 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 19 χλμ. ΒΑ της πόλης των Γρεβενών. Αποτελεί έδρα του δήμου Βεντζίου. Τον Μάιο του 1995 καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό που έπληξε την περιοχή. * …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”