- κνίκιον
κνίκιον, τό, eine Kleeart, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνίκιον, τό, eine Kleeart, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνίκιον — κνίκιον, τὸ (Α) κνήκιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κνήκιον (βλ. λ. κνῆκος)] … Dictionary of Greek
κνίκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… … Dictionary of Greek